WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
look forward vi phrasal | figurative (think about the future) (μεταφoρικά) | κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον περίφρ |
| On New Year's Day, many of us like to look forward and think about the positive changes we can make over the coming year. |
| Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται. |
look forward to [sth] vtr phrasal insep | (await [sth] with excitement) | ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία περίφρ |
| We look forward to our summer holiday every year. |
| Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές. |
look forward to [sth] vtr phrasal insep | (long for [sth]) | ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία περίφρ |
| I look forward to the day when I can afford to retire. |
| Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: